- παντοκράτορας
- I
Όνομα δύο ακρωτηρίων του ελληνικού χώρου.1. Ακρωτήριο στην ανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, δέκα μίλια ΒΔ από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας.2. Ακρωτήριο στο Ιόνιο πέλαγος, στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Νικόπολης, στα αριστερά εκείνου που εκτείνεται προς την Πρέβεζα. Στον πόλεμο του 1897 ήταν οχυρωμένο.IIΌνομα δύο οικισμών.1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πρέβεζας.2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Ζακύνθου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ.), στην οποία ανήκει και το χωριό Λαγενάς (υψόμ. 10 μ.).* * *και παντοκράτωρ, ο / ΑΜ παντοκράτωρ, -ορος, Α θηλ. παντοκράτειρα, ΝΜΑ1. αυτός που εξουσιάζει και κυβερνά τα πάντα, ο παντοδύναμος («πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν πατέρα παντοκράτορα», Σύμβολο Πίστεως)2. ως κύριο όν. ο Παντοκράτοραςο Παντοδύναμος, ο Θεός·]νεοελλ.η παράσταση τού Ιησού Χριστού στον τρούλλο τών χριστιανικών ναών, ως εξουσιαστή τών πάντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -κράτωρ(βλ. λ. αυτοκράτωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.